- ἰσοπλατεῖς
- ἰσοπλατήςequal in breadthmasc/fem acc plἰσοπλατήςequal in breadthmasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επάλληλος — η, ο (AM ἐπάλληλος, η, ον και ος, ον) αυτός που γίνεται κατ επανάληψη ή με διαδοχική σειρά, ο ένας μετά τον άλλο, αλλεπάλληλος νεοελλ. (λογ.) «επάλληλες έννοιες» οι έννοιες που έχουν το ίδιο πλάτος, οι ισοπλατείς αρχ. μσν. συνεχής, απανωτός,… … Dictionary of Greek
επάλληλος — η, ο 1. οένας μετά τον άλλο, αλλεπάλληλος, διαδοχικός, αλληλοδιάδοχος: Επάλληλες σειρές τούβλων. 2. (λογ.), φρ., «επάλληλες έννοιες», έννοιες που έχουν το ίδιο πλάτος, ισοπλατείς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)